κρυπτῶν

κρυπτῶν
κρύπτης
member of the Spartan
masc gen pl
κρυπτή
crypt
fem gen pl
κρυπτός
hidden
fem gen pl
κρυπτός
hidden
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρύπτων — κρύπτω hide pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SAPHENATH Paneah — nomen quô Pharao Aegypti Rex Iosephum, postquam cum annulô, veste byssinâ et torque aureô ornavisset insignivit, Ges. c. 41. v. 45. Quod Onkelus reddit, Vir, cui Secreta revelantur; Ionathan, Vir occultorum Interpres; Iosephus κρυπτῶν ἑυρετὴς,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενέχω — (AM ἐνέχω) [έχω] 1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο») 2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη νεοελλ. εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους») αρχ. 1. (με δοτ. προσ.… …   Dictionary of Greek

  • επικολπίδιος — ἐπικολπίδιος, ον (Μ) επικόλπιος, αυτός που βρίσκεται στον κόρφο («μήπως ἐπικολπίδιον τύχοι τις κρύπτών ξίφος», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κολπίδιος, υποκοριστικό τού κόλπος] …   Dictionary of Greek

  • χόλος — ο, ΝΑ άγριος θυμός, μίσος, κακία (α. «είχε μεγάλο χόλο για το κακό που τού έκανε και ζητούσε εκδίκηση» β. «Ἀστυάγης δὲ κρύπτων τόν οἱ ἐνεῑχε χόλον διὰ τὸ γεγονός», Ηρόδ.) αρχ. 1. (σπαν. με τη φυσική σημασία) χολή 2. πικρία («χόλος ἔριδος;», Σόλ.) …   Dictionary of Greek

  • Καρολίγγειοι ή Καρολίδες ή Καρλοβιγγειανοί — Ονομασία των εκπροσώπων της δεύτερης γαλλικής δυναστείας, η οποία διαδέχθηκε τη δυναστεία των Μεροβιγγείων και βασίλευσε στη Γαλλία από το 752 έως το 987. Τα παλαιότερα, ιστορικώς εξακριβωμένα μέλη της οικογένειας είναι ο Αρνούλφος, επίσκοπος του …   Dictionary of Greek

  • Λεν, Ζαν Μαρί — (Jean Marie Lehn, Αλσατία 1939 –). Γάλλος χημικός και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και το 1963 ονομάστηκε διδάκτορας, έχοντας ήδη εργαστεί στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών (CNRS) της Γαλλίας. Με τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”